- θερμημεριαι
- θερμημερίαιθερμ-ημερίαιαἱ знойные дни, жаркая пора Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θερμημερίαι — θερμημερίαι, αἱ (Α) οι θερμές μέρες, η περίοδος τού καλοκαιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. εφ ημερία, ισ ημερία] … Dictionary of Greek